Το Διήγημα του Μήνα: «Ένα δώρο από τον Άγιο Βασίλη» του Χαράλαμπου Χαραλάμπους
Ένα δώρο από τον Άγιο Βασίλη
Χαράλαμπου Χαραλάμπους
Πλησίαζε η μέρα της Πρωτοχρονιάς, στο δρόμο ήτανε ο Άγιος Βασίλης, κι ακόμα δεν ξέραμε τι δώρο θα έφερνε στη Μαριάννα. Αμ δεν ήξερε ούτε ο ίδιος ο άγιος. Και πώς να ήξερε δηλαδή, αφού δεν του παραγγείλαμε τίποτε. Και πώς να του παραγγέλναμε, αφού η Μαριάννα δεν είχε εκφράσει καμιά προτίμηση;
Κάθισα και της εξήγησα ότι ο Άγιος Βασίλης δεν είναι του κουτουρού που φορτώνεται τη σακούλα του και παίρνει δρόμο. Το αντίθετο μάλιστα! Ο άγιος προγραμματίζει τον ερχομό του με κάθε λεπτομέρεια. Φτιάχνει τον κατάλογο με τα ονόματα των παιδιών και δίπλα σημειώνει τις προτιμήσεις τους. Ύστερα γεμίζει τη σακούλα του και παραμονές της Πρωτοχρονιάς παίρνει δρόμο. Γι’ αυτό και θέλει να έχει έγκαιρα τις παραγγελίες . Αλλά μ’ εμάς τώρα τι ν κάνει, που δεν του παραγγείλαμε τίποτε ακόμη;
Η Μαριάννα άρχισε να κλαίει, όταν κατάλαβε πως δεν ήταν στον κατάλογο του Αϊ-Βασίλη. Την πληροφόρησα ωστόσο ότι στο δρόμο ο άγιος φτιάχνει κι ένα συμπληρωματικό κατάλογο με τα ονόματα των παιδιών που μένουν την τελευταία στιγμή ν’ αποφασίσουν τι θέλουνε.
– Έτσι μπορείς να μπεις στον συμπληρωματικό κατάλογο, Μαριάννα μου.
– Και βέβαια θα μπει! μίλησε με σιγουριά εκ μέρους της η γυναίκα μου
– Φτάνει ν’ αποφασίσει σύντομα τι δώρο θέλει.
– Σήμερα κιόλας, είπε η γυναίκα μου, θα πάμε βόλτα στα καταστήματα κι εκεί θα βρούμε τι θα ζητήσουμε από τον Άγιο Βασίλη.
Δεν θυμάμαι αν έτυχε άλλη φορά να σας επαινέσω τη γυναίκα μου για τις σοφές της ιδέες. Αν όχι, το κάνω τώρα, αφού η ιδέα της είχε εξαιρετικά αποτελέσματα, πέρα από τα αναμενόμενα. Όταν επέστρεψαν από τα καταστήματα, η Μαριάννα είχε να μου προτείνει όχι μόνο ένα αλλά δέκα δώρα! Μια κούκλα που μιλούσε, μια που περπατούσε και μια που τραγουδούσε, ένα ζευγάρι σκύλους που γαβγίζανε, ένα ζευγάρι γάτους που δεν γαβγίζανε, ένα σετ σκεύη της κουζίνας κι άλλα τέσσερα.
Η γυναίκα μου δεν είχε καμιά ιδέα, πώς η κόρη μας θα διάλεγε από τα δέκα το ένα. Είχε όμως η πεθερά μου, την οποία δεν θυμάμαι αν έτυχε άλλη φορά να σας την επαινέσω για τις σοφές της ιδέες. Αν όχι, το κάνω τώρα, αφού πρότεινε:
-Αντί να διαλέξει το ένα από τα δέκα δώρα η Μαριάννα, να απορρίψει τα εννιά. Πολύ απλό!
ΕΕνώ η γυναίκα μου κι εγώ δεν είχαμε καμιά αντίρρηση σ’ αυτή τη λύση, η κόρη μας άρχισε να κλαίει, σημάδι πως την απέρριπτε.
– Έλα, μην κλαις, την καλόπιανε η μαμά της. Ξέχνα την ιδέα της γιαγιάς, και πες σ’ εμένα ποιο από τα δώρα που επιλέξαμε σου αρέσει περισσότερο. Ενώ η πεθερά μου, η γυναίκα μου κι εγώ περιμέναμε την επιλογή της, η ίδια ξέσπασε σε κλάματα. Και δεν μας έλεγε τι δώρο ήθελε, να της το έφερνε ο Άγιος Βασίλης, να το έβρισκε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο πρωί πρωί Πρωτοχρονιάς και να έλεγε «Τι ωραία κούκλα!»
Κι αφού δεν έλεγε τίποτε στη μητέρα της, την πήρα κατά μέρος και την παρακάλεσα:
– Πες μου εμένα, Μαριάννα μου, κρυφά και μυστικά τι δώρο θέλεις, γιατί πρέπει να γράψω στον Άγιο Βασίλη όσο είναι ακόμα καιρός.
Η Μαριάννα σκέφτηκε λίγο και μου ψιθύρισε στ’ αφτί:
– …
Κι αφού είναι κρυφό και μυστικό, πώς θέλετε να το αποκαλύψω;
Δεν θυμάμαι αν καμιά φορά έτυχε να σας παινευτώ για τις σοφές μου ιδέες. Αν όχι, το κάνω τώρα. Σαν άκουσα την πλεονεξία της Μαριάννας, είπα τη σοφή ιδέα, ότι όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα.
– Εγώ θα γράψω στον Αι-Βασίλη ότι τα θέλεις όλα, μα αν θυμώσει εκείνος και δεν σου φέρει ούτε ένα, κάνε καλά μαζί του. Πάω στο γραφείο μου να του γράψω.
Την Πρωτοχρονιά πρωί η Μαριάννα βρήκε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο το δώρο που της έφερε ο Άγιος Βασίλης, το άνοιξε και ξεφώνισε «Τι ωραία κούκλα!» Ήταν μια κούκλα που μιλούσε, αυτήν που είχα ζητήσει με την επιστολή μου, αυτήν που ήρθε και μου πρότεινε η Μαριάννα, μόλις πήγα στο γραφείο μου.
(Από το βιβλίο Οι Άθλοι της Μαριάννας και του χαζομπαμπά της).